παραριθμώ

παραριθμώ
-έω, Α
1. μετρώ, υπολογίζω μαζί με κάτι, συναριθμώ
2. μετρώ πράγματα ή είδη σε απογραφή
3. (για λόγους) δίνω σε κάτι ιδιαίτερη αξία
4. κάνω λάθος στο μέτρημα, λογαριάζω εσφαλμένα
5. εξαπατώ, κοροϊδεύω στο μέτρημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… …   Dictionary of Greek

  • παραρίθμησις — ήσεως, ἡ, Α [παραριθμώ] εσφαλμένη, ψευδής αρίθμηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”